- επιχρέμπτομαι
- ἐπιχρέμπτομαι (Α)αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιχρέμπτου — ἐπιχρέμπτομαι punctuate with spitting pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιχρέμπτομαι punctuate with spitting imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)